- καθαρειως
- καθαρείωςκᾰθᾰρείωςс соблюдением чистоты
(κομψῶς καὴ κ. Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κομψῶς καὴ κ. Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθαρείως — καθάρειος cleanly adverbial καθάρειος cleanly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek